μηθαμόθεν

μηθαμόθεν
μηθαμόθεν (Α)
επίρρ. βλ. μηδαμόθεν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηδαμόθεν — και μηθαμόθεν (Α) επίρρ. 1. από κανένα πρόσωπο ή από κανέναν τόπο, από πουθενά 2. από ταπεινή, ευτελή καταγωγή («πονηρὸν καὶ βίαιον καὶ ὑβριστὴν λαβοῡσιν ἄνθρωποι καὶ μηδένα μηδαμόθεν», Δημ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”